φακελος

φακελος
    φάκελος
    (ᾰ) ὅ пучок, связка
    

(φρυγάνων Her.; ξύλων Eur.; λύγων Plut.)

    ὕλης φάκελοι Thuc. — фашины


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φακελος" в других словарях:

  • φάκελος — φάκελος, ο και φάκελο, το 1. χάρτινη θήκη για επιστολές ή έγγραφα: Τα γραμματόσημα του φακέλου. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση. 3. χαρτοφύλακας όπου ταξινομούνται και φυλάγονται έγγραφα, ντοσιέ: Ο μπλε φάκελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάκελος — bundle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φακέλου — φάκελος bundle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλους — φάκελος bundle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλῳ — φάκελος bundle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελοι — φάκελος bundle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελον — φάκελος bundle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάκελο — και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Ν ο φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»